ψεκάς,-άδος

ψεκάς,-άδος
N 3 0-0-0-2-0=2 Jb 24,8; Ct 5,2
drop (of rain)
→NIDNTT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ψεκάς — άδος, ἡ, Α βλ. ψακάς …   Dictionary of Greek

  • ψακάς — και ιων. και μτγν. τ. ψεκάς, άδος, ἡ, Α 1. μικρό τεμαχίδιο που έχει προέλθει από λειοτρίβηση, κόκκος 2. (για υγρά) μικρή σταγόνα 3. (με περιλπτ. σημ.) ψιλή βροχή, ψιχάλα 4. (γενικά) βροχή 5. (στον Αριστοφ.) κωμικός χαρακτηρισμός ανθρώπου από τον… …   Dictionary of Greek

  • ψακάδιον — και μτγν. τ. ψεκάδιον, τὸ, Α [ψακάς / ψεκάς, άδος] υποκορ. ψιχάλα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”